- αναλφαβητισμός
- Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση συμβάντων που συνδέονται με την καθημερινή ζωή του, παρότι την κατανοεί. Ο όρος χαρακτηρίζει επίσης το φαινόμενο ύπαρξης, σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή και σε δεδομένη εποχή, ατόμων χωρίς το ελάχιστο όριο παιδείας που απαιτεί η διαβίωση σε ένα σύγχρονο κράτος. Το ποσοστό των αναλφάβητων είναι ενδεικτικό για το πολιτιστικό επίπεδο μιας ορισμένης χώρας. Ωστόσο, δεν παύει να είναι σωστό πως, αν και όλοι δεν είναι ικανοί να διαβάσουν και να γράψουν, οι αναλφάβητοι παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους οι οποίες σχετίζονται τόσο με τα προσωπικά χαρίσματα και τις ιδιότητες του καθενός, όσο και με το επίπεδο πολιτισμού της χώρας στην οποία ανήκουν: άλλο είναι ένας Κρητικός αναλφάβητος και άλλο ένας αναλφάβητος περιοχών ξένων προς την ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Ήθη, έθιμα, παραδόσεις, η γλώσσα η ίδια είναι δείκτες πολιτιστικού επιπέδου, όπως και η ευφυΐα και η έμφυτη τάση για τολμηρές πρωτοβουλίες. Παραμένει, ωστόσο, το γεγονός ότι η αναλφάβητη κοινωνία είναι εξ ορισμού στατική και ανίκανη για ανανέωση. Απολιθωμένη, έχει παραμείνει κλεισμένη στο παρελθόν της και δεν έχει κίνητρα για μια βαθμιαία ανανέωση παράλληλα με την αλλαγή της ζωής, ώστε να μπορεί να επωμιστεί υψηλά ιδανικά και να εκφράσει άλλες μορφές συμβίωσης και στοχασμού. H πάλη κατά του α. είναι συνεπώς μέσο εκπολιτισμού και ανανέωσης των κοινωνιών, ειδικά όταν δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως απλή διάδοση της τεχνικής της ανάγνωσης και της γραφής, αλλά εκφράζεται και με μια πιο οργανική και εντατική μορφή εκπαίδευσης των ενηλίκων.
Παρ’ όλα αυτά, η απάντηση στο πρόβλημα του α. είναι δύσκολη και απαιτεί χρόνο: το 1957, στην πρώτη έκθεση της ΟΥΝΕΣΚΟ σχετικά με το θέμα (με στοιχεία του 1950, πάντως), αναφερόταν ότι υπήρχαν σε όλο τον κόσμο 700 εκατομμύρια αναλφάβητοι, ποσοστό 44% του παγκόσμιου πληθυσμού· το 1978, το ποσοστό αυτό είχε πέσει στο 32,5%, το 1990 στο 27% και η τελευταία έκθεση, του 1998, ανέφερε ποσοστό 16%, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για μικρό αριθμό, καθώς σε απόλυτα μεγέθη μεταφράζεται σε ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους. Μάλιστα, μια πρόσφατη έκθεση της UNICEF κατέληξε στο ανησυχητικό συμπέρασμα ότι τα σχετικά ποσοστά θα αυξηθούν στα πρώτα χρόνια του αιώνα που διανύουμε, βάσει των στοιχείων της προηγούμενης δεκαετίας. Κι αυτό, επειδή o α. οφείλεται σε ένα σύνολο οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, ψυχολογικών και πολιτιστικών παραγόντων, που για να αντιμετωπιστούν δεν αρκεί μια απλή προσπάθεια επιβολής της υποχρεωτικής φοίτησης σε σχολεία. Είναι φυσικό, οι χώρες που βρίσκονται στο στάδιο της ανάπτυξης να εμφανίζουν πολύ υψηλό ποσοστό αναλφάβητων, επειδή δεν διαθέτουν ακόμα επαρκείς πόρους για την αντιμετώπιση του προβλήματος στη βάση του· έτσι στην Αφρική, στη νότια Ασία και στη Νότια Αμερική παρουσιάζονται τα υψηλότερα ποσοστά α., ενώ αντίστοιχα στην Ευρώπη, στη Βόρεια Αμερική και στην Ιαπωνία οι αναλφάβητοι αποτελούν ισχνή μειοψηφία. Στην Ευρώπη, ειδικότερα, η καθιέρωση της υποχρεωτικής φοίτησης στα σχολεία της στοιχειώδους εκπαίδευσης έχει μειώσει σημαντικά το ποσοστό των αναλφάβητων, που εξακολουθούν όμως να υπάρχουν, κυρίως σε ορεινές περιοχές και σε απομονωμένα χωριά, όπου οι νέοι δεν πηγαίνουν καθόλου στο σχολείο, επειδή δεν υπάρχουν κοντά στον τόπο της κατοικίας τους σχολεία, δρόμοι για να φτάσουν στο σχολείο κλπ., ή πηγαίνουν για τόσο μικρό χρονικό διάστημα ώστε γρήγορα ξεχνούν τα λίγα που έμαθαν (επιστροφή στην κατάσταση του αναλφάβητου). Το πρόβλημα του α. είναι ιδιαίτερα οξύ και δραματικό στις χώρες που μόλις τις τελευταίες δεκαετίες απέκτησαν την ανεξαρτησία τους: στους οικονομικούς παράγοντες προστίθενται ποικίλες άλλες δυσχέρειες. Συχνά π.χ. η διδασκαλία γίνεται στη γλώσσα της αποικιακής δύναμης που κατείχε τη χώρα·η γλώσσα αυτή δεν είναι η επίσημη γλώσσα του κράτους ή η μητρική γλώσσα του διδασκόμενου και δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί μετά την αποφοίτηση από το σχολείο· επιπλέον, το γεγονός ότι στην ίδια χώρα μιλιούνται περισσότερα γλωσσικά ιδιώματα δεν ευνοεί την ενότητα της γλώσσας. Δυσμενείς για τη φοίτηση στα σχολεία είναι και τοπογραφικοί παράγοντες και όχι από τους λιγότερο σημαντικούς η νομαδική ζωή. Τέλος, οι ίδιοι οι πληθυσμοί αντιδρούν στον αγώνα εναντίον του α. είτε για να μη ζημιώσουν το οικογενειακό τους εισόδημα (η ωφέλεια που έχουν από τα παιδιά είναι συχνά πολύτιμη βοήθεια) είτε επειδή η πατροπαράδοτη παιδεία είναι αντίθετη με τη φοίτηση στο σχολείο, προπάντων των κοριτσιών, που σύμφωνα με το έθιμο παντρεύονται πολύ μικρά και μένουν έπειτα προσκολλημένα στο νοικοκυριό του σπιτιού (πραγματικά, το ποσοστό του α. είναι μεγαλύτερο στις γυναίκες).
Ο α. στην Ελλάδα. Προσπάθειες καταπολέμησης του α. στην Ελλάδα έγιναν από τα πρώτα χρόνια που συγκροτήθηκε το ελληνικό κράτος. Το 1834 (άρθρο 6 του νόμου 6/18 Φεβρουαρίου 1834) καθιερώθηκε υποχρεωτική φοίτηση για όλα τα ελληνόπουλα από 5 έως 12 ετών. To 1895 (νόμος ΒΤΜΘ’) ορίστηκε ότι η φοίτηση είναι υποχρεωτική για όλα τα παιδιά, ώσπου να πάρουν το απολυτήριο του δημοτικού. Αργότερα ορίστηκε με νόμο ότι η φοίτηση είναι υποχρεωτική από το έβδομο έτος έως την απόκτηση απολυτηρίου δημοτικού, ενώ με διατάγματα που ακολούθησαν συμπληρώθηκαν και έγιναν αυστηρότερες οι κυρώσεις στις περιπτώσεις που δεν εφαρμόζεται σχετική νομοθεσία. Σημαντική δράση για την καταπολέμηση του α. ανέπτυξε και η ιδιωτική πρωτοβουλία, ήδη από τον 19ο αι. (Εταιρεία Φίλων του Λαού, Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Σύλλογος Κυριών Υπέρ Της Γυναικείας Παιδεύσεως). Ο α. στην Ελλάδα τείνει τώρα να εκλείψει οριστικά. To 2000 οι αναλφάβητοι ήταν 5% του συνόλου των γυναικών και 2% του συνόλου των αντρών.
Στο Ανάμ του Βιετνάμ, μία ουσιαστικά αγροτική περιοχή, κυριαρχούν οι καλλιέργειες του ρυζιού και του ζαχαροκάλαμου, η επεξεργασία των οποίων γίνεται ακόμα και με πρωτόγονα μέσα (φωτ. Igda).
Η καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, που έχει κινητοποιήσει σε όλο τον κόσμο τη μεγάλη και ειρηνική στρατιά των εκπαιδευτικών, είναι επίσης και προπάντων αγώνας εναντίον της αθλιότητας· στη φωτογραφία, σχολείο στο Νεπάλ (φωτ. Cascio).
Το πανεπιστήμιο της πόλης Μπανγκί της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας, μιας χώρας στην οποία γίνεται προσπάθεια να πλαισιωθεί η παιδεία με μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικών, γι’ αυτό και στο πανεπιστήμιο υπάρχει ειδικό τμήμα για τη στελέχωσή της, με απώτερο στόχο την εξάλειψη του αναλφαβητισμού.
Ο αναλφαβητισμός έχει σχεδόν εκλείψει στην Αίγυπτο, έπειτα από τα δραστήρια μέτρα που πήρε η χώρα τις τελευταίες δεκαετίες· στη φωτογραφία, τάξη σχολείου σε επαρχιακή πόλη.
* * *ο [αναλφάβητος] (Κοινων.-Παιδαγ.)κατάσταση τών ανθρώπων ηλικίας (κατά τη στατιστική κατάταξη) δέκα ετών και άνω, που δεν γνωρίζουν ανάγνωση, γραφή ούτε να χρησιμοποιούν γραπτώς την αρίθμηση.
Dictionary of Greek. 2013.